ηλεκτροκαρδιογράφος

ηλεκτροκαρδιογράφος
ο мед. электрокардиограф

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ηλεκτροκαρδιογράφος" в других словарях:

  • ηλεκτροκαρδιογράφος — ο ιατρ. συσκευή που χρησιμοποιείται για την άμεση εγγραφή τών ρευμάτων ενέργειας τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrocardiography < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) + cardiograph < cardio (πρβλ. καρδιά) + graph (πρβλ. γραφος… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροκαρδιογράφος — ο (ιατρ.), ειδική συσκευή για τη διάγνωση με ηλεκτρικά μέσα των διαταραχών της καρδιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροκαρδιοσκόπιο — το ιατρ. συσκευή που χρησιμοποιείται για να προβληθούν σε οθόνη οι καμπύλες που δίνει ο ηλεκτροκαρδιογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrocardioscope < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) + cardioscope < cardio (πρβλ. καρδιά) + scope… …   Dictionary of Greek

  • βιοηλεκτρισμός — Εξαιρετικά ασθενή ηλεκτρικά ρεύματα τα οποία παράγονται στους ιστούς των ζωντανών οργανισμών και οφείλονται σε διαφορές συγκέντρωσης ιόντων στις δύο πλευρές των κυτταρικών μεμβρανών. Η έντασή τους εξαρτάται από τη λειτουργική κατάσταση των ιστών …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»